Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αλλαγή φρουράς

  • 1 караул

    караул м η φρουρά, το κα ραούλι нести \караул κρατώ κα ραούλι, είμαι της φρουράς почётный \караул η τιμητική φρου ρά смена \караула η αλλαγή φρουράς
    * * *
    м
    η φρουρά, το καραούλι

    нести́ карау́л — κρατώ καραούλι, είμαι της φρουράς

    почётный карау́л — η τιμητική φρουρά

    сме́на карау́ла — η αλλαγή φρουράς

    Русско-греческий словарь > караул

  • 2 смена

    смен||а
    ж
    1. (действие) ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταβολή:
    \смена карау́ла ἡ ἀλλαγή φρουράς· \смена кабинета полит ἡ ἀλλαγή τής κυβερνήσεως·
    2. (на заводе и т. ἡ.) ἡ βάρδια:
    дневная (иочна́я) \смена ἡ πρωινή (ή νυχτερινή) βάρδια·
    3. (подрастающее поколение) ἡ νέα γεννιά, ἡ νεολαία· 4.:
    \смена (белья) ἡ ἀλλαξιά· ◊ на \сменау кому-л. σέ ἀντικατάσταση κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > смена

  • 3 смена

    θ.
    1. αλλαγή• εναλλαγή• αντικατάσταση•

    смена караула αλλαγή φρουράς•

    смена кабинета αλλαγή κυβέρνησης•

    смена дня и ночи εναλλαγή μέρας και νύχτας.

    2. η βάρδια•

    первая η πρώτη βάρδια•

    вторая смена η δεύτερη βάρδια•

    работать в две -ы δουλεύω δυο βάρδιες.

    || αποστολή.
    3. μτφ. η νέα γενιά.
    4. αλλαξιά (ρούχων)•

    возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα.

    εκφρ.
    на -у – σε αντικατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > смена

  • 4 смена

    смена ж 1) η αλλαγή; η αντικατάσταση (замена)· \смена правительства η αλλαγή της κυβέρνησης; \смена караула η αλλαγή της φρουράς 2) (белья ) η αλλαξιά 3) (на заводе и т. л.) η βάρδια
    * * *
    ж
    1) η αλλαγή; η αντικατάσταση ( замена)

    сме́на прави́тельства — η αλλαγή της κυβέρνησης

    сме́на карау́ла — η αλλαγή της φρουράς

    2) ( белья) η αλλαξιά
    3) (на заводе и т. п.) η βάρδια

    Русско-греческий словарь > смена

См. также в других словарях:

  • αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • βάρδια — η 1. φρουρά 2. μέλος της φρουράς, σκοπός 3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» φρουρώ, είμαι σκοπός 4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια») 5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που… …   Dictionary of Greek

  • μεταφρούρησις — μεταφρούρησις, ἡ (Μ) [μεταφρουρώ] μεταφορά σε άλλη φρουρά ή σε άλλη φυλακή, αλλαγή φρουράς …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»